Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μας έλειψε η

  • 1 συντροφιά

    συντροφία η 1.
    1) компания; общество;

    μας έλειψε η συντροφιά σου — нам не хватало твоего общества;

    συντροφ με κάποιον — в обществе кого-л.;

    στη συντροφιά μας δεν τα σηκώνουμε αυτά — мы не терпим такого в своей компании;

    κάνω ( — или κρατώ) συντροφιά σε κάποιον — а) водить компанию с кем-л.; — б) составить компанию кому-л.;

    γιά συντροφιά — за компанию;

    2) товарищество, компания;

    εμπορική συντροφιά — торговая фирма;

    θα έχουμε συντροφιά όλοι στα κέρδη — доходы будем делить на всех;

    2. επίρρ. вместе; сообща;

    πάμε συντροφιά στην αγορά — пошли вместе на базар

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συντροφιά

  • 2 λείπω

    αμετ.
    1) отсутствовать;

    ποιός λείπει; — кто отсутствует?;

    2) уезжать (за границу); находиться в отъезде;

    δεν λείπω από το σπίτι — быть всегда дома;

    ο πατέρας μου λείπει πέντε χρόνια στο εξωτερικό — мой отец находится пять лет за границей;

    3) избегать, воздерживаться, уклоняться;

    δεν λείπει ποτέ από τίς υποχρεώσεις του — он никогда не уклоняется от своих обязанностей;

    4) не хватать, недоставать;

    λείπουν δέκα φύλλα από το βιβλίο — в книге не хватает десять страниц;

    μου λείπεις — мне тебя недостаёт;

    του λείπει η φρόνηση (η πείρα) — ему не хватает благоразумия (опыта);

    5) τριτοπρόσ.:

    λείπουν πέντε μέρες έως... — остаётся пять дней до...;

    τί άλλο λείπει να κάνω; — что ещё мне остаётся делать?;

    τί άλλο λείπει; — чего ещё надо, чего не хватает?;

    § (ο)λίγο[ν] έλειψε να... чуть было не...;
    αυτό(ς) μας ελειπε! этого (его) ещё нам не хватало!; λειψέ από το κεφάλι μου оставь меня в покое;

    άς μού λείπει ирон. — мне такого добра не надо;

    του λείπρυν — или του λείπει — у него не все дома;

    αν λείψει αυτό... если это отбросить...;

    λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; — погов, разве без него обойдётся?;

    λείπομαι — недоставать, не хватать;

    § εννιά λείπονται ως τα δέκα — погов, девяноста девяти до ста не хватает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λείπω

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»